φόνος

φόνος
φόνος (-ου, -ῳ, -ον)
a blood

Ἀχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον I. 8.50

b bloodshed

μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46

χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27

παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37

ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50

παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86

κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. met., v. φονός.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φονός — murderess fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνος — murder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονός — (I) ἡ, Α αυτή που φονεύει, φονεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός (ἡ) < φόνος, με καταβιβασμό τού τόνου. Η ύπαρξη τού επιθ. φονός, ή, όν παραμένει αμφίβολη]. (II) ή, όν, Α φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο 1. βίαιη αφαίρεση της ζωής, βίαιος θάνατος, ανθρωποκτονία, φονικό, σκότωμα: Δύο φόνοι από αυτοκινητικό δυστύχημα. 2. (νομ.), προμελετημένη ανθρωποκτονία (σε αντιδιαστολή με την «αναίρεση»): Έστησε ενέδρα κι έκανε φόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόνω — φόνος murder masc nom/voc/acc dual φόνος murder masc gen sg (doric aeolic) φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фонос —    • Φόνος, φονικά,        1. см. Άρειος πάγος, Ареопаг;        2. Έφέται, Эфеты …   Реальный словарь классических древностей

  • φονόν — φονός murderess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοι — φόνος murder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοιο — φόνος murder masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόνοις — φόνος murder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”